- προβλητικός
- προ-βλητικός, ή, όν,A productive, τινος Simp.in Ph.1138.32, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προβλητικός — ή, όν, Α [προβάλλω] αυτός που παράγει κάτι, παραγωγικός … Dictionary of Greek
προβλητικόν — προβλητικός productive masc acc sg προβλητικός productive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβλητικούς — προβλητικός productive masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβλητικῇ — προβλητικός productive fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβλητική — προβλητικός productive fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβλητικήν — προβλητικός productive fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)